περιπόθητος

περιπόθητος
-η, -ο / περιπόθητος, -ον, ΝΜΑ
ο πολύ ποθητός, πολυπόθητος, προσφιλέστατος («βλέπει τα περιπόθητα βουνά... τής γλυκεράς πατρίδας», Κάλβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + ποθητός (< ποθῶ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • περιπόθητος — much beloved masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπόθητος — η, ο ο εξαιρετικά ποθητός, αγαπητός, επιθυμητός: Βλέπει τα περιπόθητα βουνά της γλυκιάς πατρίδας του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιποθήτω — περιπόθητος much beloved masc/fem/neut nom/voc/acc dual περιπόθητος much beloved masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπόθητον — περιπόθητος much beloved masc/fem acc sg περιπόθητος much beloved neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιποθητότερος — περιπόθητος much beloved masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιποθήτοις — περιπόθητος much beloved masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιποθήτου — περιπόθητος much beloved masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιποθήτους — περιπόθητος much beloved masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιποθήτῳ — περιπόθητος much beloved masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπόθητα — περιπόθητος much beloved neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”